σκαιωρώ

σκαιωρώ
-έω, ΜΑ
βλ. σκευωρώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκαιωρῶ — σκαιωρέω devise mischievously pres subj act 1st sg (attic epic doric) σκαιωρέω devise mischievously pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευωρώ — σκευωρῶ, έω, ΝΜΑ, και κυρίως το παθ. σκευωροῡμαι, έομαι, και σκαιωρῶ, έω και σκαιωροῡμαι, έομαι, Α σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου με ύπουλο και κρυφό τρόπο, μηχανορραφώ, μόνος μου ή με τη σύμπραξη πολλών («οι πολιτικοί του αντίπαλοι… …   Dictionary of Greek

  • αντισκαιωρώ — ἀντισκαιωρῶ ( έω) (Μ) σκευωρώ, δολοπλοκώ κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + σκαιωρώ, με την ίδια σημασία του συνθέτου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”